εκκρεμότητα — η 1. το να είναι κανείς εκκρεμής. 2. μτφ., ατακτοποίητος: Εκκρεμότητα λογαριασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκρεμότητα — η το να είναι ή να παραμένει κάτι εκκρεμές, να μην έχει ακόμη τακτοποιηθεί … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
προαναρτώ — άω, Α [ἀναρτῶ] κρατώ κάτι εκκρεμές, αφήνω κάτι σε εκκρεμότητα … Dictionary of Greek
σασπένς — το, Ν άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)] … Dictionary of Greek
φλου — Ν επίρρ. 1. ασαφώς 2. σε εκκρεμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flou «με χάρη, με αβρότητα»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Μακ Μάον, Άρθουρ Χένρι — (Sir Arthur Henry MacMahon, 1862 – 1949). Άγγλος ανώτερος διοικητικός υπάλληλος. Υπηρέτησε στο Βελουχιστάν (1901), διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών των Ινδιών (1911 14) και υπήρξε χρονολογικά ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Μεγάλης Βρετανίας που… … Dictionary of Greek
προσωρινότητα — η η ιδιότητα του προσωρινού, μικρή χρονική διάρκεια, εκκρεμότητα: Αυτή η προσωρινότητα με ενοχλεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)